Μια νέα αναθεώρηση της νομοθεσίας της Ε.Ε. από τον Μάιο 2010, σχετικά με την εμπορία σπόρων που αναμένεται να ισχύσει σύντομα, δείχνει να αποτελεί ουσιαστική απειλή για την διατήρηση και κυκλοφορία των τοπικών ποικιλιών, οδηγώντας μέχρι και στην απαγόρευση τους.
Αντιθέτως, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ευνοούν τις μεγάλες εταιρείες σπόρων μέσω της επέκτασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και την προώθηση νέων τεχνολογιών ελέγχου για όλες τις εμπορικές φυτικές ποικιλίες.
Χωρίς να έχει γίνει δημόσια αντιληπτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αρχίσει να αναθεωρεί την νομοθεσία της Ε.Ε. σχετικά με την εμπορία σπόρων από το 2008. Μέχρι και πριν μερικά χρόνια, η εμπορία σπόρων μη εγγεγραμμένων ποικιλιών (τοπικών, παραδοσιακών και ιδιοπαραγώμενων) δεν υφίσταντο στις περισσότερες χώρες κάποιο ουσιαστικό έλεγχο, μιας και αποτελούσαν σχετικά μικρό κομμάτι της αγοράς και διακινούνταν χωρίς ανταγωνιστικές εμπορικές προθέσεις. Τον Ιούνιο του 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε μια οδηγία σχετικά με την διατήρηση συγκεκριμένων ποικιλιών καταλήγοντας σε μια σειρά οδηγιών, οι οποίες εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα της Ε.Ε.. Ο ρόλος τους είναι η ρύθμιση της εμπορικής κυκλοφορίας φυλών ζώων, φυτικών ποικιλιών προσαρμοσμένων σε τοπικές συνθήκες καθώς και εκείνων που κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα υποχρεωθούν σύντομα, πιθανότατα εντός τους 2010, να ενσωματώσουν τις σχετικές οδηγίες στην εθνική τους νομοθεσία.
Ωστόσο, παρόλο τον τίτλο “για την διατήρηση της ποικιλομορφίας”, οι οδηγίες αυτές δεν έχουν συνάδει μέχρι τώρα με τον σκοπό τους, το να σταματήσει δηλαδή η απώλεια αγροτικής βιοποικιλότητας και να απλοποιηθεί η σχετική νομοθεσία. Όπως έχει επισημανθεί, αν και επέτρεψαν την καταχώρηση τοπικών ποικιλιών στους επίσημους καταλόγους, παράλληλα έχουν δημιουργηθεί και πολλά υπερβολικά γραφειοκρατικά εμπόδια. Τρεις προϋποθέσεις αυτών θεωρούνται ιδιαίτερα παράλογες και εκτιμάται ότι εμπεριέχουν κατά πολύ τον κίνδυνο απαγόρευσης των μη καταχωρημένων ποικιλιών: Η ανάγκη απόδειξης της σπουδαιότητας της συγκεκριμένης ποικιλίας, ο περιορισμός και διανομή των τοπικών σπόρων μόνο στις περιοχές καταγωγής τους και ο ποσοτικός περιορισμός της καλλιέργειας των ποικιλιών σε αναλογία με τις εμπορικές ποικιλίες.
Σημαντικό ρόλο για την μορφοποίηση των παραπάνω οδηγιών φαίνεται να έπαιξε η σποροπαραγωγική βιομηχανία, με διεθνής πια επιχειρηματική δραστηριότητα και με τις δέκα μεγαλύτερες εταιρίες να ελέγχουν το 67% της αγοράς. Μεταξύ αυτών βρίσκονται κολοσσοί όπως η Monsanto, Bayer και η Syngenta οι οποίες, πέρα της χημικής και βιοτεχνολογικής βιομηχανίας, έχουν εξαπλωθεί ραγδαία και στο χώρο της εμπορίας σπόρων και εφαρμόζουν εδώ και καιρό έντονες πιέσεις ως λόμπι στην Ε.Ε. για την νέα νομοθεσία, απαιτώντας την ενίσχυση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και την προστασίας τους. Οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι χάνουν αυτή τη στιγμή το 40% των εν δυνάμει αγορών λόγω “παράνομης αναπαραγωγής”, όπως την ονομάζουν, καθώς και λόγω της σποροπαραγωγής μη-καταχωρημένων ποικιλιών. Τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας σπόρων εκπροσωπούνται σε όλες τις ηπείρους εντός της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία Νέων Φυτικών Ποικιλιών (UPOV) μέσω πολιτικών που αφορούν την Προστασία των Φυτικών Ποικιλιών (PVP).
Αντιθέτως, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ευνοούν τις μεγάλες εταιρείες σπόρων μέσω της επέκτασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και την προώθηση νέων τεχνολογιών ελέγχου για όλες τις εμπορικές φυτικές ποικιλίες.
Χωρίς να έχει γίνει δημόσια αντιληπτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αρχίσει να αναθεωρεί την νομοθεσία της Ε.Ε. σχετικά με την εμπορία σπόρων από το 2008. Μέχρι και πριν μερικά χρόνια, η εμπορία σπόρων μη εγγεγραμμένων ποικιλιών (τοπικών, παραδοσιακών και ιδιοπαραγώμενων) δεν υφίσταντο στις περισσότερες χώρες κάποιο ουσιαστικό έλεγχο, μιας και αποτελούσαν σχετικά μικρό κομμάτι της αγοράς και διακινούνταν χωρίς ανταγωνιστικές εμπορικές προθέσεις. Τον Ιούνιο του 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε μια οδηγία σχετικά με την διατήρηση συγκεκριμένων ποικιλιών καταλήγοντας σε μια σειρά οδηγιών, οι οποίες εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα της Ε.Ε.. Ο ρόλος τους είναι η ρύθμιση της εμπορικής κυκλοφορίας φυλών ζώων, φυτικών ποικιλιών προσαρμοσμένων σε τοπικές συνθήκες καθώς και εκείνων που κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. θα υποχρεωθούν σύντομα, πιθανότατα εντός τους 2010, να ενσωματώσουν τις σχετικές οδηγίες στην εθνική τους νομοθεσία.
Ωστόσο, παρόλο τον τίτλο “για την διατήρηση της ποικιλομορφίας”, οι οδηγίες αυτές δεν έχουν συνάδει μέχρι τώρα με τον σκοπό τους, το να σταματήσει δηλαδή η απώλεια αγροτικής βιοποικιλότητας και να απλοποιηθεί η σχετική νομοθεσία. Όπως έχει επισημανθεί, αν και επέτρεψαν την καταχώρηση τοπικών ποικιλιών στους επίσημους καταλόγους, παράλληλα έχουν δημιουργηθεί και πολλά υπερβολικά γραφειοκρατικά εμπόδια. Τρεις προϋποθέσεις αυτών θεωρούνται ιδιαίτερα παράλογες και εκτιμάται ότι εμπεριέχουν κατά πολύ τον κίνδυνο απαγόρευσης των μη καταχωρημένων ποικιλιών: Η ανάγκη απόδειξης της σπουδαιότητας της συγκεκριμένης ποικιλίας, ο περιορισμός και διανομή των τοπικών σπόρων μόνο στις περιοχές καταγωγής τους και ο ποσοτικός περιορισμός της καλλιέργειας των ποικιλιών σε αναλογία με τις εμπορικές ποικιλίες.
Οι πιέσεις του λόμπι της βιομηχανίας σπόρων
Σημαντικό ρόλο για την μορφοποίηση των παραπάνω οδηγιών φαίνεται να έπαιξε η σποροπαραγωγική βιομηχανία, με διεθνής πια επιχειρηματική δραστηριότητα και με τις δέκα μεγαλύτερες εταιρίες να ελέγχουν το 67% της αγοράς. Μεταξύ αυτών βρίσκονται κολοσσοί όπως η Monsanto, Bayer και η Syngenta οι οποίες, πέρα της χημικής και βιοτεχνολογικής βιομηχανίας, έχουν εξαπλωθεί ραγδαία και στο χώρο της εμπορίας σπόρων και εφαρμόζουν εδώ και καιρό έντονες πιέσεις ως λόμπι στην Ε.Ε. για την νέα νομοθεσία, απαιτώντας την ενίσχυση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και την προστασίας τους. Οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι χάνουν αυτή τη στιγμή το 40% των εν δυνάμει αγορών λόγω “παράνομης αναπαραγωγής”, όπως την ονομάζουν, καθώς και λόγω της σποροπαραγωγής μη-καταχωρημένων ποικιλιών. Τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας σπόρων εκπροσωπούνται σε όλες τις ηπείρους εντός της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία Νέων Φυτικών Ποικιλιών (UPOV) μέσω πολιτικών που αφορούν την Προστασία των Φυτικών Ποικιλιών (PVP).
Μοριακό “barcode” για τα φυτά..
Μέχρι τώρα η γενετική μηχανική έδειχνε να εξυπηρετεί την βιομηχανία ως ιδανική λύση για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς οι γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες μπορούν να πατενταριστούν και να εντοπιστούν στα χωράφια μέσω του γενετικού τους κώδικα. Οι γεωργοί που δεσμεύονται με σχετικά συμβόλαια, μπορούν να μηνυθούν για παράνομη αναπαραγωγή, σε περίπτωση που φυλάξουν και εμπορευθούν το γ.τ. σπόρο. Η βιοτεχνολογική βιομηχανία έχει αρνηθεί να αναλάβει την ευθύνη για τις τυχόν επιμολύνσεις χωραφιών και εμμένει σε θέσπιση ποσοτικών ορίων που επιτρέπουν την περιορισμένη γενετική μόλυνση σε καλλιέργειες χωρίς γ.τ.ο., χωρίς αυτό να αναγράφεται στην ετικέτα.
Δεδομένης της εντεινόμενης Ευρωπαϊκής αντίστασης στους γ.τ.ο. Η βιομηχανία εισηγείται τώρα άλλες σχετικές τεχνολογικές λύσεις. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις περί εμπορίας σπόρων, επιδιώκουν την δυνατότητα ταυτοποίησης των ποικιλιών μέσω μιας τεχνολογίας γενετικής ακολουθίας, γνωστή και ως Μοριακή Σήμανση.
Η τεχνολογία αυτή-η οποία δεν πρόκειται για γενετική τροποποίηση-θα επιτρέψει τις εταιρείες να αναγνωρίζουν τις ποικιλίες τους στο χωράφι και να αποφευχθεί έτσι η εκ νέου σπορά τους το επόμενο έτος. Αγνοείται ωστόσο ο κίνδυνος πως αυτές οι γενετικές αλληλουχίες θα μπορούσαν να εμφανιστούν και να εντοπιστούν σε γειτονικούς αγρούς, λόγω άθελης διασταύρωσης και γονιμοποίησης των φυτών, δημιουργώντας τα ίδια ακριβώς προβλήματα για θέματα κυριότητας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους γ.τ.ο.
Παραγωγή και αρπαγή
Ποιες θα είναι οι συνέπειες εάν οι εταιρείες σπόρων καταφέρουν και επιβάλλουν την ατζέντα τους; Περιβαλλοντικές και κοινωνικές οργανώσεις έχουν ήδη επισημάνει την απολυταρχική επίθεση, πρωτίστως κατά των τοπικών ποικιλιών-του τελευταίου “ελεύθερου” κομματιού της αγροτικής παραγωγής-και την δημιουργία μιας επικίνδυνα εξαρτημένης σχέσης συνδιαλλαγής και έλεγχου μέσω πατεντών και νέας τεχνολογίας, ακόμη και στους συμβατικούς σπόρους.
Μια κατάφωρη αφαίρεση δηλαδή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της διατήρησης και ιδιοπαραγωγής σπόρων και μια τεράστια μεταφορά αξίας και από τους αγρότες προς τις εταιρείες που διεκδικούν ανοιχτά πια βασικές γεωργικές διαδικασίες. Το ενδιαφέρον είναι πως ακόμη και κάποιοι συντηρητικοί αναλυτές έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι τα παραπάνω μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της ανάπτυξης και έρευνας. Με μια βιομηχανία η οποία, μη μπορώντας να παράξει αξία μέσω της καινοτομίας, προσπαθεί να αρπάξει το τελευταίο υπόλοιπο της αγοράς και να αυξήσει τα κέρδη της, εμποδίζοντας ως εκ τούτου την οποιαδήποτε πρόοδο της γεωργίας.
Β.Γ.
Πηγή: biotechwatch.gr
&
http://stopalimentarius.wordpress.com
--
-
ΣΧΕΤΙΚΟ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου